τηθύς

τηθύς
Θάλασσα των παλαιότερων γεωλογικών χρόνων, η οποία έως το τριτογενές εκτεινόταν ανάμεσα στην Ευρασιατική ήπειρο στα Β και στην Αφρική - Αραβία - Ινδία στα Ν, χωρίζοντας τους δύο αυτούς ηπειρωτικούς όγκους. Η τ., της οποίας σημερινό υπόλειμμα είναι η Μεσόγειος, είχε μεγάλη σημασία κατά τη διάρκεια της αλπικής ορογένεσης: μέσα σε αυτήν, στα περιθώρια των δύο ηπειρωτικών όγκων, σχηματίστηκαν γεωσυγκλινείς τάφροι, οι οποίοι συνετέλεσαν, αργότερα, να γεννηθούν οι ορεινές άλυσοι.
* * *
-ύος, η, ΝΑ
νεοελλ.
1. οπισθογράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο τής οικογένειας τηθυΐδες
2. γένος σπόγγων με σφαιρική μορφή
3. ως κύριο όν. η Τηθύς
α) (γεωλ.-γεωγρ.) υποθετική μεγάλη κεντρική θάλασσα που χώριζε τις δύο μεγάλες ηπειρωτικές μάζες κατά τον παλαιοζωικό αιώνα
β) αστρον. ο τρίτος δορυφόρος τού πλανήτη Κρόνου
αρχ.
1. ως κύριο όν. κόρη τού Ουρανού και τής Γαίας, σύζυγος τού Ωκεανού («Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν καὶ μητέρα Τηθύν», Ομ. Ιλ.)
2. η θάλασσα («καὶ Τηθύος ἔσχατον ὓδωρ», Ορφ. Αργ.)
3. η τροφός («τὴν Τηθὺν εἶναι Ἶσιν, ὡς τιθηνουμένην πάντα καὶ συνεκτρέφουσαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η ονομ. τής θεότητας έχει προέλθει από τη λ. τῆθος*. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «γαστερόποδο μαλάκιο» είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tethys].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τηθύς — Τηθύ̱ς , Τηθύς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тетис — (Τηθύς) дочь Крона, или Урана и Геи, титанка, жена Океана, мать богов и, между прочим, всех рек, богиня, дающая жизнь всему существующему, на что указывает самое ее имя (= питающая). Как божество женского пола, она была олицетворением водной… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Τηθῦν — Τηθύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τηθύας — Τηθύς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τηθύος — Τηθύς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τηθύων — Τηθύς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Сарматское море — Тетис, обозначенный Tethys Sea , разделяет Пангею (Pangea) на два континента Лавразию (Laurasia) и Гондвану (Gondwana). Тетис (от имени греческой богини моря Тефиды (греч. Τηθύς, Tethys))[1] древний океан, существовавший в эпоху мезозоя между… …   Википедия

  • Тетис (океан) — У этого термина существуют и другие значения, см. Тетис. Тетис …   Википедия

  • THETYS — melius Tethys et Amphitrite, in muliebribus Matis Numinibus, apud Poetas, familian ducunt: quarum haec Neptuni uxor; illa Oceani, ex hoc omnium Nympharum mater, Τηθὺς appellata est, a τήθη vel τηθὶς, quorum prius aviam vel nutricem; posterius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τήθος — τὸ, Α το μαλάκιο τηθύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. τήθεα, ο οποίος αντιστοιχεί σε εν. τῆθος και τήθεον. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι οι τ. τήθεα και τήθεον έχουν σχηματιστεί με υστερογενή εξέλιξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”